- καριμπού
- (Caribou). Άγριος τάρανδος των αρκτικών ζωνών της Αμερικής. Διακρίνονται δύο τύποι κ.: το βόρειο κ. της τούνδρας και της τάιγκας και το δασόβιο κ. των δασών του Καναδά. Βλ. λ. τάρανδος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Καριμπού, όρη — Οροσειρά (3.444 μ.) των Καναδικών Βραχωδών Ορέων στη Βρετανική Κολομβία. Εκτείνεται σε μήκος περίπου 300 χλμ. Αποτελείται από προκάμβρια κρυσταλλικά πετρώματα, με μερικούς βασάλτες του μειόκαινου και ανδεσίτες. Τα ό.Κ. καλύπτονται από δάση… … Dictionary of Greek
τάρανδος — Αρτιοδάκτυλα μηρυκαστικά του γένους rangifer, της οικογένειας των ελαφιδών, υποδιαιρούμενα σε 2 είδη: τον τ. της τούνδρας (rangifer tarandus), διαδεδομένο στις βορειότερες περιοχές της Ευρασίας και το καριμπού (rangifer caribou), που ζει κυρίως… … Dictionary of Greek
αποδημητικοί οργανισμοί — Οργανισμοί που μετακινούνται εποχιακά από μία περιοχή σε κάποια άλλη, είτε για να αποφύγουν τις δυσάρεστες περιβαλλοντικές συνθήκες που αντιμετωπίζουν είτε για να μεταφερθούν σε περιοχές με καλύτερες διατροφικές συνθήκες και πιο κατάλληλες για τα … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
τούνδρα — Περιοχή ιδιαίτερης εδαφικής μορφολογίας των βόρειων ακτών της Ευρασίας και της Βόρειας Αμερικής, καθώς επίσης και εκτάσεις μεταξύ των παγετώνων και των πολικών εδαφών. Η τ. είναι γενικά περιοχή στην οποία επικρατούν τα βρύα, τα σφάγνα και οι… … Dictionary of Greek
Κολομβία, Βρετανική — (British Columbia). Επαρχία (947.800 τ. χλμ., 3.907.738 κάτ. το 2001) του Καναδά, στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και συνορεύει με τις ΗΠΑ στα Ν (Ουάσινγκτον, Αϊντάχο και Μοντάνα) και στα ΒΔ (Αλάσκα), στα Β … Dictionary of Greek